- λυσήνωρ
- λυσήνωρ, -ορος, ὁ, ἡ (Α) (για τον οίνο) αυτός που εξασθενεί τους άνδρες.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λυσ- (πρβλ. ἔ-λυσ-α, αόρ. τού λύω) + -ήνωρ (< ἀνήρ), πρβλ. αγαπ-ήνωρ, αλεξ-ήνωρ. Το -η- τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»].
Dictionary of Greek. 2013.